- σκυθρωπῶς
- σκυθρωπόςof sadadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… … Dictionary of Greek
гроустъко — (1*) нар. Тяжко: и наведе на нѩ гнѣвъ ˫арости его. и ѹкрѣпи на нѩ брань. ничто же ѹбо приключьшихъсѩ намъ не въ подобу. грустъко согрѣшающимъ намъ. бес правьды находѩть. но всѩ правымъ судомь б҃иимь. (σκυθρωπῶς) ПНЧ XIV, 112б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
печальнѣ — (1*) нар. Мрачно: ˫Ако егупта. паче бѣгае(м) грѣха. еже печалнѣ поименовати ˫а вина дрѧхлости. гонителѧ же ˫ако || гонѧща чл҃вкы. имь же егупе(т) тма толкуетсѧ. еже и дрѧхло е(с). (σκυϑρωπῶς) ГБ к. XIV, б3в–г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καθένας — και καθείς, καθεμιά, καθένα (AM καθεῑς και καθείς, καθεμία, καθέν) (αόρ. αντων.) ένας ένας χωριστά ή ο ένας μετά τον άλλο (α. «καθένας με τον πόνο του» β. «ὁ καθεὶς δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς ὑπεκρέων», ΠΔ) νεοελλ. 1. ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε… … Dictionary of Greek